- ξινισμένος
- η , ο кислый, прокисший, скисший;
§ μούτρα ξινισμένα — кислая физиономия, кислое лицо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ μούτρα ξινισμένα — кислая физиономия, кислое лицо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξινίζω — ξινίζω, ξίνισα, ξινισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξινίζω — ξίνισα, ξινίστηκα, ξινισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι ξινό. 2. για κρασί, μεταβάλλω σε ξίδι: Αυτό το βαρέλι μάς το ξίνισε το κρασί. 3. αμτβ., γίνομαι ξινός, μεταβάλλομαι σε ξίδι. 4. το μέσ., ξινίζομαι νιώθω έντονα τη γεύση του ξινού. 5. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)